- πάθε
- πάσχωhaveaor imperat act 2nd sgπάσχωhaveaor ind act 3rd sg (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Geflügelte Worte (Antike) — Alpha und Omega, Anfang und Ende, kombiniert zu einem Buchstaben Diese Liste ist eine Sammlung alt und neugriechischer Phrasen, Sprichwörter und Redewendungen. Sie beschreibt ihren Gebrauch und gibt, wo möglich, die Quellen an. Graeca non… … Deutsch Wikipedia
πάθ' — πάθαι , πάθη passive state fem nom/voc pl πάθᾱͅ , πάθη passive state fem dat sg (doric aeolic) πάθε , πάσχω have aor imperat act 2nd sg πάθε , πάσχω have aor ind act 3rd sg (homeric ionic) πάτε , πάτος trodden masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
PATHE — Vorlage:Infobox mehrere hochrangige Straßen/Wartung/GR A PATHE … Deutsch Wikipedia
ακοίταχτος — η, ο 1. αυτός που δεν παρατηρήθηκε, δε θεωρήθηκε: Στέλνει στο τυπογραφείο τα χειρόγραφά του ακοίταχτα. 2. αυτός που παραμελήθηκε: Μήνες τώρα τον έχουν αφήσει ακοίταχτο. 3. αυτός που δεν εξετάζεται από γιατρό: Άφησε τον εαυτό του ακοίταχτο και τα… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αμυαλιά — αμυαλιά, η και αμυαλοσύνη, η έλλειψη φρόνησης, απερισκεψία: Αυτά τα παθε από την αμυαλιά του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σκληροκεφαλιά — η ξεροκεφαλιά, ισχυρογνωμοσύνη: Τα παθε από τη σκληροκεφαλιά του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
στενοκεφαλιά — η 1. στενομυαλιά, περιορισμένη αντιληπτική ικανότητα. 2. πείσμα: Τα παθε από τη στενοκεφαλιά του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)